δούλεψη — η (AM δούλευσις Μ και δούλεψις) δουλεία, σκλαβιά μσν. νεοελλ. 1. δουλειά, εργασία 2. δουλική εργασία, αγγαρεία 3. αμοιβή εργασίας 4. εκδούλευση, εξυπηρέτηση νεοελλ. ερωτική σκλαβιά («στη δούλεψη τής αγάπης») μσν. 1. εκείνο που δημιουργεί κανείς… … Dictionary of Greek
αδουλεψιά — η [δούλεψη] 1. έλλειψη εργασίας, ανεργία 2. αποχή από την εργασία, τεμπελιά, οκνηρία 3. (για αγρούς) έλλειψη καλλιέργειας ή κακή καλλιέργεια … Dictionary of Greek
αναδουλεψιά — η ατελής, πρόχειρη κατασκευή, κακοδούλεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + *δουλεψιά < δούλεψη] … Dictionary of Greek
δούλευσις — η βλ. δούλεψη … Dictionary of Greek
χήρεψη — η, Ν χηρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρευσις (πρβλ. δούλεψη: δούλευσις)] … Dictionary of Greek
ακολουθητικός — ή, ό ο πρόθυμος να ακολουθά, ο εξακολουθητικός: Τον είχε χρόνια στη δούλεψή του· ήταν εργατικός, λιγόλογος κι ακολουθητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρογιάζω — ιασα, παίρνω κάποιον στη δούλεψή μου με μισθό (ρόγα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)