δούλεψη

δούλεψη
η
1. εργασία, δουλειά: Τον είχε από μικρό στη δούλεψή του.
2. εξυπηρέτηση, εκδούλευση: Του χρωστάω πολλά για τη δούλεψη που μου έκανε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δούλεψη — η (AM δούλευσις Μ και δούλεψις) δουλεία, σκλαβιά μσν. νεοελλ. 1. δουλειά, εργασία 2. δουλική εργασία, αγγαρεία 3. αμοιβή εργασίας 4. εκδούλευση, εξυπηρέτηση νεοελλ. ερωτική σκλαβιά («στη δούλεψη τής αγάπης») μσν. 1. εκείνο που δημιουργεί κανείς… …   Dictionary of Greek

  • αδουλεψιά — η [δούλεψη] 1. έλλειψη εργασίας, ανεργία 2. αποχή από την εργασία, τεμπελιά, οκνηρία 3. (για αγρούς) έλλειψη καλλιέργειας ή κακή καλλιέργεια …   Dictionary of Greek

  • αναδουλεψιά — η ατελής, πρόχειρη κατασκευή, κακοδούλεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + *δουλεψιά < δούλεψη] …   Dictionary of Greek

  • δούλευσις — η βλ. δούλεψη …   Dictionary of Greek

  • χήρεψη — η, Ν χηρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρευσις (πρβλ. δούλεψη: δούλευσις)] …   Dictionary of Greek

  • ακολουθητικός — ή, ό ο πρόθυμος να ακολουθά, ο εξακολουθητικός: Τον είχε χρόνια στη δούλεψή του· ήταν εργατικός, λιγόλογος κι ακολουθητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρογιάζω — ιασα, παίρνω κάποιον στη δούλεψή μου με μισθό (ρόγα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”